Ἀσσυρίων

Ἀσσυρίων
Ἀσσύριοι
the Assyrians
masc gen pl
Ἀσσύριος
the Assyrians
fem gen pl
Ἀσσύριος
the Assyrians
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀσσυριῶν — Ἀσσύρια fem gen pl Ἀσσυρία the Assyrians fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ιουδίθ ή Ιουδείθ — Βιβλικό πρόσωπο. Εβραία ηρωίδα που απελευθέρωσε την πόλη της Βετελούας από την πολιορκία των Ασσυρίων. Όταν στα χρόνια των Κριτών o Ολοφέρνης, βασιλιάς των Ασσυρίων, έφτασε επικεφαλής ισχυρότατου στρατού στην πεδιάδα Εσδρελών και πολιόρκησε την… …   Dictionary of Greek

  • Ασσούρ — I O ανώτατος θεός των Ασσυρίων, προστάτης των Ασσυρίων βασιλέων. Εικονίζεται άλλοτε με μορφή φτερωτού ηλιακού δίσκου από τον οποίο προβάλλει το σώμα πολεμιστή που ρίχνει με τόξο και άλλοτε όρθιος πάνω σε δύο μυθικά ζώα φορώντας κράνος με κέρατα… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κιμμέριοι — Αρχαίος λαός που κατοικούσε Β του Ευξείνου Πόντου, στη σημερινή Κριμαία και στην περιοχή γύρω από τη Μαιώτιδα λίμνη (Αζοφική θάλασσα). Οι Κ. ήταν γνωστοί στην Ελλάδα ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους. Ο Όμηρος τούς αναφέρει ως λαό που κατοικούσε… …   Dictionary of Greek

  • Κυαξάρης — (633; – 584 π.Χ.). Βασιλιάς των Μήδων. Εξακολούθησε τον πόλεμο εναντίον των Ασσυρίων, στον οποίο είχε σκοτωθεί ο πατέρας του, Φραόρτης. Με σύμμαχο τον Ναβοπολασάρ, βασιλιά των Βαβυλωνίων, πολιόρκησε, κυρίευσε και κατέστρεψε την πρωτεύουσα των… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… …   Dictionary of Greek

  • Abydenos — war ein antiker griechischer Historiker. Er verfasste eine Geschichte der Chaldäer und Assyrer (περὶ Ἀσσυρίων), die von Eusebius von Caesarea und anderen benutzt wurde. Einige Fragmente sind in der Praeparatio Evangelica[1] des Eusebius und im… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”